Μέσα στη δίνη του πάθους, βρέθηκα στα πρόθυρα της απροστάτευτης οικειότητας με τη πεθερά μου.Η γοητεία της πληθωρικής Βραζιλιάνας ντεριέρης της, σε συνδυασμό με την ακόρεστη όρεξη της για ηδονή, ήταν ακαταμάχητη.Υπέκυψα στην επιθυμία και την πήρα από πίσω, καρφώνοντας βαθιά στα ανυπόμονα βάθη της.Η θέα των λαχταριστών Λατίνικων μαλλιών της που κατρακυλούσαν στην πλάτη της, τονιζόμενα από τα ινδικά της χαρακτηριστικά, ήταν μαγευτική.Η σκέψη του γιου της, ενός συμπατριώτη Ινδού, που μας παρακολουθούσε προστέθηκε μόνο στο ρίγος.Τα κορμιά μας κινούνταν με ρυθμό, οι ανάσες μας λυμαίνονταν, δημιουργώντας μια ατένια λαγνεία.Η θέα της ακατέργαστης λατίνας μας, αιχμαλώδους αιχμαλωτισμένης, ακαταπόθητης, ακατανίκητης, ακατάπαυστης, για να τελειώσουμε την εκρητική μας ανάσα.Η σκέψη μας ήταν αυτό που θα μπορούσε να μας αφήσει να τελειώσουμε με μια εκρηκτική, απαγορευμένη, αξέχαστητη ανάσα.