Ξύπνησα με την αίσθηση του ογκώδους πούτσου των πατριών μου να καρφώνεται μέσα μου.Τα δυνατά του χέρια έπιασαν τις μεγάλες βυζάρες μου, τα χείλη του τσιμπούσαν το λαιμό μου, με αγρίεψαν από επιθυμία.Το χοντρό του όργανο με τέντωσε διάπλατα, ο ρυθμός του επιτάχυνε καθώς με έπαιρνε αδίστακτα.Το άρωμα του μοσχοβολούσε γέμισε το δωμάτιο, το κορμί του τεντώθηκε από ακατέργαστο, αρχέγονο πόθο.Παραδόθηκα στις αδυσώπητες ωθήσεις του, τα βογκητά μου αντηχούσαν στο σιωπηλό σπίτι.Τα δάχτυλά του διέγραφαν μια διαδρομή στο κορμί μου, πειράζοντας τον ευαίσθητο πυρήνα μου, οδηγώντας με πιο κοντά στα μεγάλα του χέρια που εξερευνούσαν κάθε άκρη μου.Τα μεγάλα του χέρια, δοκίμαζαν κάθε σημείο του κορμιού μου που γέμιζε η ανάσα μου.Η βαριά ανάσα του ήχου μας γέμιζε τον ήχο της καύλας του με γέμιζε εντελώς.Η αποκοή του κεραγείωνε από τα χτυπήματά του και με γέμισε εντελώς πάνω στο καυτό κορμί του.